Source | Target | απαλός | shallow | άπειρη λυγηρότητα | infinite slenderness | Απειροστά | infinitesimally | απλή δοκός (με κορμό) | plain (web) beam | απλοποίηση | simplification | από παρτίδα σε παρτίδα | batch-to-batch | Απόβλητο, λύμα, σπατάλη, απόρριμα, σπαταλώ | waste | αποδεκτός κανόνας | recognised rule | απόδοση | efficiency | απόδοση αντλίας | pump efficiency | Απόθεση, εκθρόνιση, καθαίρεση, κατάθεση | deposition | αποθηκευμένα υλικά | stored materials | αποθήκευση | stacking | αποθήκη | warehouse | Αποκατάσταση, επαναφορά σε κανονική κατάσταση | rehabilitation | απόκλιση | deviation | απόκλιση | divergence | απόκλιση (βέλος κάμψεως), βέλος, εκτροπή, ανάκλαση, παραμόρφωση | deflection | Απόκλιση, εκτροπή, παρέκκλιση | deflection | αποκόλληση ροής (από στερεά επιφάνεια) | flow separation | απόκριση | response | απόκριση σε ανεμορριπή | gust response | απόκριση συντονισμού, συντονιστική απόκριση | resonant response | Απόκριση, απάντηση, αντίδραση | response | απόληξη | eave | απόλυτη πίεση | absolute pressure | απόλυτη συνεκτικότητα | absolute viscosity | απόλυτη τραχύτητα | absolute roughness | Απόλυτο, πλήρης | absolute | απομείωση | reduction | Απόρριψη, ξεφόρτωμα, απαλλαγή | disposal | απορρόφηση | absorption | Απορρόφηση, αφομοίωση | absorption | Απορροφώ, αφομοιώνω | absorb | Αποσβένω, μειώνω, υγρασία, υγραίνω | damp | απόσβεση | damping | Απόσβεση | dissipation | Απόσβεση λόγω τριβής | friction damping | αποσβεστήρας | damper | Αποσβεστήρας | dashpot | αποσβεστήρας ρυθμιζόμενης μάζας | tuned mass damper | αποσβετική μείωση, συντελεστής αποσβέσεως | damping decrement | αποσταθεροποιητικός | destabilizing | αποτελεσματική χρήση | effective use | αποτελεσματικότητα | effectiveness | Αποτελεσματικότητα, δραστικότητα | effectiveness | αποτίμηση | assessing | αποτίμηση | evaluation | αποτίμηση, εκτίμηση | assesment | απότομη αλλαγή | abrupt change | απότομη διαστολή (για αγωγούς) | sudden expansion | απότομη συστολή (για αγωγούς) | sudden contraction | απότομος | steep | αποφλοιωμένο | exfoliated | Αποφόρτιση | load release | αποχετευτικό σύστημα | drainage system | άποψη, πλευρά | aspect | Απροσδιόριστο, αόριστο, υπερστατικό | indeterminate | απώλεια | loss | απώλεια ενέργειας | energy loss |
Want to see more? Purchase TTMEM.com full membership
|