Source | Target | αμμόλιθος | sand stone | άμμος | sand | άμμος από τούβλα | brick sand | Άμμος, προσαμμώνω, τρίβω με γυαλόχατρο | sand | Αμφιέριστη δοκός | simply supported beam | Αμφιέριστη πλάκα | simply supported slab | αμφίσημη | unabingouous | αναβαθμίδα, βεράντα | terrace | ανάγλυφο εδάφους, έδαφος | terrain | Αναγνώριση, εξακρίβωση | identification | αναθεώρηση | revision | Ανάκλαση, απεικόνιση, αντικατοπτρισμός | reflection | ανακρίβεια | inaccuracy | Ανακύκληση έντασης | cyclic stresses | Ανακύκληση έντασης | stress reversal | Αναλογία, ποσοστό, ρυθμός, δείκτης, αξίζω, εκτιμώ | rate | ανάλυση του λυγισμού | buckling analysis | Ανάλυση, λύση, απόφαση, ψήφισμα, αποφασιστικότητα, διαχωρισμός | resolution | ανάλυση, όρ°ς, παραδοχή | statement | Ανάμιξη | mixing | ανάντη | upstream | ανάντη ακμή | leading edge | ανάντη επιφάνεια | an upwind slope | αναπαράσταση, παράσταση | representation | ανάπτυξη | rise | αναρτώμενο χιόνι | snow overhanging | αναστρέψιμος | reversible | Ανάστροφο, αναποδογυρισμένο | inverted | ανασυντάξεις, συμπληρώσεις, σχόλια | feedback | Ανατροπή, αναποδογύρισμα | overturning | ανάφλεξη | compustion | ανάφλεξη | ignition | αναφλέξιμος | compustible | αναφορά σε προδιαγραφές, εμπλεκόμενοι κανονισμοί, κανονιστικές αναφορές, τυποποιητικές παραπομπές | normative references | ανέγερση | erection | Ανέγερση, οικοδόμηση, οικοδομή, κατασκευή | construction | Ανελαστικό, μη ελαστικό | inelastic | ανελκυστήρας | lift | ανεμογενής κυκλοφορία | wind - induced circulation | ανεμοθύελλα | wind storm | ανεμολογικός χάρτης | wind map | άνεμος αναφοράς | reference wind | ανεπένδυτη συγκολλημένη χαλύβδινη καμινάδα | unlined welded steel stack | ανεπίχριστος | unrendered | Άνευ μάζας | massless | ανηρτημένη δοκός | suspended beam | ανηρτημένη οροφή | suspended ceiling | ανθεκτικότητα σε διάρκεια, ανθεκτικότητα στη διάρκεια του χρόνου | durability | Άνθρακας | carbon | ανισόρροπη κατανομή | unbalanced distribution | Άνοδος, ανοδική κίνηση, αύξηση, ανέρχομαι, ανεβαίνω | rise | άνοιγμα | span | ανοιγμένος ως προς | scaled to | ανοικτός αγωγός | open channel | ανοικτός αγωγός, αυλάκι | flume | Ανομβρία, ξηρασία | drought | ανομοιόμορφη ροή | non-uniform flow | ανοχή | tolerance | ανοχή σε βλάβες | damage tolerance | Ανοχή, ανεκτικότητα | tolerance |
Want to see more? Purchase TTMEM.com full membership
|