Greek to English dictionary of civil engineering terms

Search term or phrase in this TERMinator '. "." . '

Purchase TTMEM.com full membership to search this dictionary
 
 
Share this dictionary/glossary:
 

 
database_of_translation_agencies
 

SourceTarget
αμμόλιθοςsand stone
άμμοςsand
άμμος από τούβλαbrick sand
Άμμος, προσαμμώνω, τρίβω με γυαλόχατροsand
Αμφιέριστη δοκόςsimply supported beam
Αμφιέριστη πλάκαsimply supported slab
αμφίσημηunabingouous
αναβαθμίδα, βεράνταterrace
ανάγλυφο εδάφους, έδαφοςterrain
Αναγνώριση, εξακρίβωσηidentification
αναθεώρησηrevision
Ανάκλαση, απεικόνιση, αντικατοπτρισμόςreflection
ανακρίβειαinaccuracy
Ανακύκληση έντασηςcyclic stresses
Ανακύκληση έντασηςstress reversal
Αναλογία, ποσοστό, ρυθμός, δείκτης, αξίζω, εκτιμώrate
ανάλυση του λυγισμούbuckling analysis
Ανάλυση, λύση, απόφαση, ψήφισμα, αποφασιστικότητα, διαχωρισμόςresolution
ανάλυση, όρ°ς, παραδοχήstatement
Ανάμιξηmixing
ανάντηupstream
ανάντη ακμήleading edge
ανάντη επιφάνειαan upwind slope
αναπαράσταση, παράστασηrepresentation
ανάπτυξηrise
αναρτώμενο χιόνιsnow overhanging
αναστρέψιμοςreversible
Ανάστροφο, αναποδογυρισμένοinverted
ανασυντάξεις, συμπληρώσεις, σχόλιαfeedback
Ανατροπή, αναποδογύρισμαoverturning
ανάφλεξηcompustion
ανάφλεξηignition
αναφλέξιμοςcompustible
αναφορά σε προδιαγραφές, εμπλεκόμενοι κανονισμοί, κανονιστικές αναφορές, τυποποιητικές παραπομπέςnormative references
ανέγερσηerection
Ανέγερση, οικοδόμηση, οικοδομή, κατασκευήconstruction
Ανελαστικό, μη ελαστικόinelastic
ανελκυστήραςlift
ανεμογενής κυκλοφορίαwind - induced circulation
ανεμοθύελλαwind storm
ανεμολογικός χάρτηςwind map
άνεμος αναφοράςreference wind
ανεπένδυτη συγκολλημένη χαλύβδινη καμινάδαunlined welded steel stack
ανεπίχριστοςunrendered
Άνευ μάζαςmassless
ανηρτημένη δοκόςsuspended beam
ανηρτημένη οροφήsuspended ceiling
ανθεκτικότητα σε διάρκεια, ανθεκτικότητα στη διάρκεια του χρόνουdurability
Άνθρακαςcarbon
ανισόρροπη κατανομήunbalanced distribution
Άνοδος, ανοδική κίνηση, αύξηση, ανέρχομαι, ανεβαίνωrise
άνοιγμαspan
ανοιγμένος ως προςscaled to
ανοικτός αγωγόςopen channel
ανοικτός αγωγός, αυλάκιflume
Ανομβρία, ξηρασίαdrought
ανομοιόμορφη ροήnon-uniform flow
ανοχήtolerance
ανοχή σε βλάβεςdamage tolerance
Ανοχή, ανεκτικότηταtolerance

Want to see more? Purchase TTMEM.com full membership