Source | Target | Διάφραγμα | diaphragm |
Διαχείριση, διοίκηση | management |
διάχυση | diffusion |
Διάχυση, διασπορά, σκόρπισμα | dispersion |
διαχυτής | diffuser |
διαχωριστικό | partition |
διαχωριστικός τοίχος | boundary wall |
διαχωριστικός τοίχος | partition wall |
Διγραμμικό | bilinear |
διεγείρουσα δύναμη | exciting force |
διέγερση | excitation |
διέγερση | wake |
διέγερση από δίνες | vortex excitation |
διέγερση στην υπήνεμη πλευρά του δομήματος | wake behind the structure |
διεπιφάνεια, ενδοεπιφάνεια | interface |
διεπιφανειακή τάση | interfacial tension |
Διέρειστη πλάκα | two-way slab |
διεύθυνση των ινών | grain direction |
Διεύθυνση, οδηγία, κατεύθυνση, φορά | direction |
Διήθηση | infiltration |
δικλείδα, βαλβίδα | valve |
δίκλινη στέγη | duo pitched roof |
δίκτυο | net |
δίκτυο | network |
δίκτυο ροής | flow net |
δίκτυο ροής | flownet |
δίκτυο ροής (πλέγμα που σχηματίζεται από τις γραμμές ροής και τις | flownet |
δικτύωμα | lattice structure |
δικτύωμα | triangulated structure |
δικτύωμα | truss |
δικτύωμα | truss girder |
δικτυωτή κατασκευή, πυργοδικτύωμα | lattice tower |
δικτυωτός μεταλλικός πύργος | lattice steel tower |
δίνη αποκόλλησης | separation eddy |
διόρθωση | amending |
διορθωτικός παράγοντας | correction factor |
Διορθωτικός συντελεστής | correction factor |
Διπλή καμπυλότητα | double curvature |
δίρριχτη στέγη | duopitch roof |
δισδιάστατη ροή | two-dimensional flow |
δισδιάστατος | two – dimensional |
διώρυγα | canal |
δοκιμαστική φόρτιση | proof loading |
δοκιμαστικό πρότυπο, πειραματικό πρότυπο, προκανονισμός, σχέδιο Κανονισμού, σχέδιο προδιαγραφής | prestandard |
δοκιμές υπό κλίμακα | testing of scale models |
δοκιμή σε φυσική κλίμακα | test on prototypes |
δοκός | beam |
δοκός | girder |
δόμημα από ξύλο | timber structure |
δόμημα από σκυρόδεμα | concrete structure |
δόμημα από τοιχοποιία, κατασκευή εξ οπτολίνθου και λιθοδομής, λίθινη κατασκευή | masonry structure |
δόμημα από χάλυβα | steel structure |
δόμημα στην ανοικτή θάλασσα | offshore mounted structure |
δόμημα υπό μορφή προβόλου, πρόβολος | cantilevered structure |
δόμημα, κατασκευή, φέρουσα κατασκευή | structure |
δόμηση | construction |
δομητική ακεραιότητα | structural integrity |
δομητική ανάλυση, στατική ανάλυση | structural analysis |
δομητική απόκριση | structural response |
δομητική ασφάλεια | structural safety |