Source | Target | ελεύθερα ύδατα | free water |
ελεύθερη δράση | free action |
ελεύθερη επιφάνεια | free surface |
Ελεύθερη ταλάντωση | free vibration |
ελεύθερος διαχωριστικός τοίχος | free-standing boundary wall |
ελεύθερος στρόβιλος | free vortex |
Ελευθερώνω, (απ)ελευθέρωση, απαλλαγή, έκλυση, απεμπλοκή | release |
έλικα, φτερωτή | impeller |
έλικας | propeller |
Ελκυστήρας | tension tie |
ελμινθουργήματα (σκωληκοειδή κατασκευάσματα) | vermiculite |
εμβαδόν διατομής | cross-sectional area |
έμβολο | piston |
έμμεσος | implicit |
έμμεσος | indirect |
εμπειρικό ομοίωμα | empirical model |
εμπόδιο | obstruction |
εμπόδιο ασφαλείας, φράχτης ασφαλείας | safety barrier |
Εναεριωτής | entrainment |
εναλλαγή, εναλλακτική επιλογή | alternative |
Εναλλακτικό | alternative |
Εναλλασσόμενο | alternating |
Ενανθράκωση | carbonation |
εναρμονισμένη τεχνική προδιαγραφή | harmonised technical specification |
εναρμονισμένος τεχνικός κανόνας | harmonised technical rule |
Έναρξη, εισαγωγή, ένταξη, ενσωμάτωση | initiation |
Ενέργεια | energy |
Ενέργεια θραύσης | crashing energy |
ενέργεια σχεδιασμού | design energy |
ενεργητικά προστατευτικά μέτρα | active fire protection measures |
ενεργό | active |
ενεργό ύψος | equivalent height |
Ενισχυμένο | braced |
ενισχυμένο και προεντεταμένο σκυρόδεμα | reinforced and prestressed concrete |
ενίσχυση | strengthening |
Ενίσχυση, αναβαθμίζω, βελτιώνω | upgrade |
ενισχυτικό έλασμα | gusset plate |
ενισχυτικός δακτύλιος | stiffening ring |
Έννοια | concept |
εν-προβόλω δόμηση, προβολοδόμηση | cantilevered |
ενστροφία | enstrophy |
ένταση | intensity |
ένταση της τύρβης | turbulence intensity |
ένταση του φορτίου | load intensity |
ένταση, πιθανότητα | likelihood |
εντατικό μέγεθος | effect of action |
εντός και εκτός εργοταξίου | on and off-site |
Ενυδάτωση | hydration |
Ενώσεις οπλισμού | lap splices |
εξαγωγή | derivation |
Εξαναγκάζω, δεσμεύω | constrain |
εξαναγκασμένη έλξη | forced draught |
Εξαναγκασμένη ταλάντωση | forced vibration |
εξαναγκασμένος στρόβιλος | forced vortex |
Εξαναγκασμός, δέσμευση | constraint |
εξάπλωση πυρκαγιάς | spread of fire |
έξαρση | escarpment |
Εξασθένηση, φθορά, αποσάρθρωση, κατάπτωση | decay |
Εξάτμιση | evaporation |
εξειδίκευση | skill |