Source | Target | (δυναμική) προσομοίωση | simulation |
αιτιοκρατικό ομοίωμα, προσδιοριστικό ομοίωμα | deterministic model |
Άμμος, προσαμμώνω, τρίβω με γυαλόχατρο | sand |
ανοιγμένος ως προς | scaled to |
γωνία πρόσπτωσης | angle of attack |
γωνία πρόσπτωσης | angle of incidence |
γωνία πρόσπτωσης | fetch angle |
γωνία πρόσπτωσης του ανέμου | wind angle of attack |
Έδαφος, στεριά, έκταση, αποβιβάζω, προσγειώνω | land |
Ελαστικότητα, προσαρμοστικότητα, ικανότητα ανάκτησης αρχικού σχήματος | resilience |
ενεργητικά προστατευτικά μέτρα | active fire protection measures |
εποχικός συντελεστής, συντελεστής προσωρινότητας | temporary factor |
εύρος ταλάντωσης εγκάρσια προς τον άνεμο | cross wind amplitude |
Καθοριζόμενο, προσδιοριζόμενο | deterministic |
κρούση, πρόσκρουση | impact |
μέση (ως προς το χρόνο) ταχύτητα, χρονικά μέση ταχύτητα | time-averaged velocity |
Μεταβατικό, πρόσκαιρο, προσωρινό, εφήμερο | transient |
μεταβλητή κατάσταση, προσωρινές καταστάσεις | transient situation |
μοντέλο, (φυσικό ή μαθηματικό) ομοίωμα, προσομοίωμα | model |
μοντέλο, προσομοίωμα, υπόδειγμα | model |
μοριοσανίδες από πλανίσματα (στρώσεις οδοντωτώς συγκολλημένες και προσανατολισμένες) | flakeboard, oriented strand board, waferboard |
μορφή, προσομοίωση | modelling |
ορισμός, προσδιορισμός | definition |
παθητικά προστατευτικά μέτρα | passive fire protection measures |
παράρτημα, προσάρτημα | annex |
περιοχή πρόσβασης | access area |
προσαρμογή | adjustment |
προσάρτημα | appendage |
προσβασιμότητα | accessibility |
Προσδιορίζω, θέτω, εντοπίζω | locate |
προσδιορισμική μεταβλητή | deterministic variable |
προσεγγίσεις | considerations |
Προσέγγιση, πρόσβαση, προσεγγίζω, πλησιάζω | approach |
Προσεγγιστικό, προσεγγίζω, πλησιάζω | approximate |
πρόσημο | sign |
προσήνεμη επιφάνεια | upwind face |
προσήνεμος | winward |
πρόσμικτα σκυροδέματος | aggregate concrete |
πρόσμικτο | aggregate |
προσομοίωση | modeling |
προσομοίωση | simulation |
Προσομοίωση, εξομοίωση, προσποίηση | simulation |
προστατευμένη δίοδος | snowguard |
Προστατευτική επίστρωση εξωτερικού τοίχου | cladding |
προστατευτικό μέτρο | protective measure |
προστατευτικό στρώμα σκυροδέματος | concrete protective layer |
προστέγασμα, στέγαστρο, προεξοχή | awning |
Προσφορά, προσφέρω, υποβάλλω | tender |
Πρόσφυση, προσκόλληση | adhesion |
προσωπικό που διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα και εμπειρία | qualified and experienced personnel |
προσωρινός | temporary |
σκάλα πρόσβασης | access ladder |
Σύγκρουση, επίδραση, πρόσκρουση, κρούση | impact |
συντελεστής προστασίας | shelter factor |
συντελεστής προσωρινότητας | temporary (seasonal) factor |
Τάση, ένταση, τονισμός, τονίζω, προσδίδω έμφαση | stress |
τύποι προς χρήση | operational formulae |
Χημική πρόσφυση | chemical adhesion |