Source | Target | ανάντη επιφάνεια | an upwind slope |
αντικολλητή ξυλεία ακατέργαστης επιφάνειας | raw plywood |
αποκόλληση ροής (από στερεά επιφάνεια) | flow separation |
βάθος επίπλευσης | depth of flotation |
γαλβανισμένη χαλύβδινη επιφάνεια | galvanised steel surface |
για ένταση εντός του επιπέδου ροής του ανέμου | in-wind response |
διαστατικά επιχειρήματα | dimensional (analysis) arguments |
διαφοροποιημένα επίπεδα αξιοπιστίας | diferentiated reliability levels |
δράση, ενέργεια, επίδραση | action |
ελεύθερη επιφάνεια | free surface |
εναλλαγή, εναλλακτική επιλογή | alternative |
Επαλληλία, τοποθέτηση ακριβώς πάνω, επίθεση | superposition |
επένδυση, εσωτερική επιφάνεια | lining |
επί τόπου | in situ |
επί τόπου διάστρωση, επιτόπου σκυροδέτηση | cast in place |
επί τόπου σύνδεση | erection on site |
επί τόπου τεχνουργία | workmanship on site |
επιβαλλόμενη επιτάχυνση | imposed acceleration |
επιβαλλόμενη παραμόρφωση | imposed deformation |
επιβαλλόμενο φορτίο, επιβαρυμένο φορτίο, επιβεβλημένο φορτίο | imposed load |
Επιβάλλω | impose |
επιβεβαίωση | confirming |
επίβλεψη | supervision |
Επιβράδυνση | deceleration |
Επιδημιολογία | epidemiology |
επίδοση, επιτελεστικότητα, λειτουργικότητα, συμπεριφορά | performance |
επίδραση κλίμακας | scale effect |
Επίδραση, επίπτωση, επακόλουθο, υλοποιώ, πραγματοποιώ | effect |
επιθεώρηση | inspection |
Επικάλυψη | cover concrete |
Επικάλυψη, επικαλύπτω, σκεπάζω, κάλυμμα | cover |
Επικίνδυνο | hazardous |
επικλινής πυθμένας | sloping bottom |
Επικόμβιο, κομβικό | nodal |
Επιλύω, εξιχνιάζω, λύνω | solve |
επιμέρους συντελεστής, επιμέρους συντελεστής ασφαλείας | partial factor |
επιμήκης κατασκευή | elongated structure |
Επινόηση | conception |
Επίπεδη ένταση | biaxial stress |
επίπεδη στέγη-δώμα | flat roof |
Επίπεδο | planar |
επίπεδο αναφοράς | reference plane |
επίπεδο δικτύωμα | plane lattice frame |
επίπεδο εργασίας, κανόνας της τέχνης, τεχνουργία | workmanship |
Επίπεδο, αροπλάνο, πλάτανος | plane |
επίπεδο, όροφος | storey |
Επιπεδότητα των διατομών | plane sections remain plane |
επίπλευση | flotation |
επίπλωση | furnishing |
επιπτώσεις στρογγυλεύσεων | round off effects |
επιρροή | influence |
Επιρροή, επίδραση, επενέργεια | influence |
επίσημα σχόλια | formal comments |
επισκευασιμότητα | repairability |
επισκευή | repair |
επισκεψιμότητα | inspectability |
επιστρώσεις | surfacing |
Επίστρωση, επιφάνεια, επιστρώνω, βγαίνω στην επιφάνεια | surface |
επίστρωση, επίχρισμα | coating |
επιτάχυνση | acceleration |