Greek to English dictionary of civil engineering terms

Search term or phrase in this TERMinator '. "." . '

Purchase TTMEM.com full membership to search this dictionary
 
 
Share this dictionary/glossary:
 

 
database_of_translation_agencies
 

SourceTarget
ανώτερη τιμή σχεδιασμού μόνιμης δράσηςupper design value of a permanent action
βραχυχρόνια δράσηshort-term action
δεσμευμένη δράση, σταθερή (παγιοποιημένη) δράσηfixed action
δεσπόζουσα δράσηdominant action
δράση ανατροπής (απώλειας ευστάθειας), δράση απώλειας ευστάθειας, δύναμη αποσταθεροποίησηςdestabilizing action
Δράση βλήτρου (των οπλισμών)dowell action
δράση με πολλές συνιστώσεςmulti-component action
δράση προέκτασηςpresressing action
δράση πυρκαγιάςfire action
δράση, ενέργεια, επίδρασηaction
δρω κάθεταact normal
δυναμική δράσηdynamic action
ελεύθερη δράσηfree action
ενεργητικά προστατευτικά μέτραactive fire protection measures
ενεργόactive
εντατικό μέγεθοςeffect of action
θερμική δράσηthermal action
λειτουργία διαχωρισμούseparative action
μακροχρόνια δράσηlong-term action
μεμονωμένη δράση, μοναδική δράσηsingle action
μεσοχρόνια δράσηmedium-term action
μεταβλητή δράσηvariable action
μόνιμη δράσηpermanent action
οιονεί-στατική δράσηquasi-static action
οριζόντια προβολήactual length
πραγματικόςactual
σεισμική δράσηseismic action
σταθεροποιητική δράσηstabilizing action
στατικές δράσειςstatic actions
στιγμιαία δράσηinstantaneous action
τυχαία επίδραση, τυχηματική δράση, δράσεις ατυχημάτωνaccidental action

Want to see more? Purchase TTMEM.com full membership