Source | Target | (δυναμική) προσομοίωση | simulation | (κύρια) Δοκός, τραβέρσα | girder | (τοπογραφική) Αποτύπωση, τοπογράφηση | surveying | αβεβαιότητα | uncertainty | Αγκυρώνω, άγκυρα | anchor | Αγκύρωση | anchorage | αγροτικές εκτάσεις | farmland | αγωγός | conduit | αγωγός, διώρυγα, κανάλι | channel | Αγωγός, πόρος | duct | αδιαβατική διαστολή | adiabatic expansion | αδιαβατικός | adiabatic | αδιαβροχοποίηση | waterproofing | αδιαπέρατος | impermeable | αδιάστατη παράμετρος | dimensionless parameter | αδιάστατη συχνότητα | nondimentional frequency | Αδιάστατο | dimensionless | αδιάστατος αριθμός | dimensionless number | αδράνεια | inertia | Αδράνεια, αμεταβλησία | inertia | αδρανειακή δύναμη | inertial force | Αδρανές, συνολικό, συλλογικό | aggregate | αέριο | gas | αεριοστρόβιλος | gas turbine | αερισμός | ventilation | Αεροδρόμιο, αερολιμένας | airport | Αεροδυναμική | aerodynamics | αεροδυναμική διέγερσης | aerodynamic exciting | αεροδυναμική σήραγγα, σήραγγα ανέμου | wind tunnel | αεροδυναμική συνάρτηση | aerodynamic admittance | αεροελαστική αστάθεια | aeroelastic instability | αεροπερατότητα | permeability to the air | αεροστεγής | air tightness | αεροτομή | airfoil | αίθουσες συναθροίσεων | congregation areas | αιτιοκρατικό ομοίωμα, προσδιοριστικό ομοίωμα | deterministic model | Άκαμπτα άκρα | rigid off-sets | άκαμπτη κατασκευή | rigid structure | άκαμπτο τοίχωμα | stiff wall | Ακολουθία, σειρά, αλληλουχία | sequence | Ακραία (τιμή), αποκορύφωμα, κορυφή, αιχμή | peak (value) | Ακραία ίνα | extreme fiber | ακρίβεια | accuracy | ακροφύσιο | flow nozzle | ακροφύσιο, ακροστόμιο | nozzle | ακτίνα | radius | ακτίνα αδρανείας | radius of gyration | ακτινική ροή | radial flow | ακτινική ταχύτητα | radial velocity | ακτινικός, κατά μήκος ακτίνας | radial | ακτινοβολούμενη θερμοκρασία | radiation temperature | Ακτινωτές δυνάμεις | radial forces | Αλκαλικό | alkaline | αλλαγή κατεύθυνσης του ανέμου | diversion of the wind | αλληλεπίδραση | interaction | Αλληλεπίδραση, συνεργασία | interaction | αλληλοτομία | intersection | Αλουμίνιο | aluminium | Αμέλεια, παραμέληση, αμελώ, παραμελώ, παραλείπω | neglect | αμετατόπιστο χιόνι | undrifted snow |
Want to see more? Purchase TTMEM.com full membership
|