Greek to English dictionary of civil engineering terms

Search term or phrase in this TERMinator '. "." . '

Purchase TTMEM.com full membership to search this dictionary
 
 
Share this dictionary/glossary:
 

 
database_of_translation_agencies
 

SourceTarget
ποιότηταquality
Ποιοτικόqualitative
πολλαπλά επίπεδαmultilevel
πολυαιθυλένιοpolyethylene
πολυβινυλοχλωρίδιο, σε σκόνηpolyvinylochloride, powder
πολυεστερική ρητίνηpolyester resin
πολυκλινής στέγηmultipitch roof
πολυκλινής στέγη, στέγη πολλαπλών ανοιγμάτωνmultispan roof
πολυκυκλική κόπωσηhigh cycle fatigue
πολυμορφική κατανομήmultimodal distribution
πολυόροφοςmulti-storey
Πολύπλοκο, μίγμα, σύνθετο, αναμιγνύωcompound
Πολύπλοκο, σύνθετο, πολυμερέςcomplex
πολυστερίνηpolystyrene
πολυστερίνη ανεπτυγμένη με κενά αέραexpanded polystyrene
πολυστυρόλιο σε κόκκουςpolystyrol granulated
πολυφασική ροήmulti-phase flow
πολυώροφη πλαισιωτή κατασκευήmulti-storey frame structure
Ποροελαστικότηταporo-elasticity
Πόρος, πλουτοπαραγωγική πηγήresource
πορώδεςporosity
Πορώδης, πορώδης υφήporous
ποσοστά απόσβεσηςdamping ratios
ποσοστημόριο της υπόψη ιδιότηταςpractice in the distribution of the property
ποσοστιμόριοfractile
ποσοστό ισορροπίας, ποσοστό υγρασίαςequilibrium moisture content
ποσοτικοποίησηquantification
Ποσοτικοποιώ, ποσολογώquantify
πραγματικά ρευστάreal fluids
πραγματικόςactual
πρόβλεψηforecasting
προβολήprojection
Πρόβολοςcantilever
πρόβολος, προεξοχήprojection
προγραμματισμόςplanning
προδιαγραμμένα κριτήρια λειτουργίαςspecified service criteria
προδιαγραφή, τεχνική προδιαγραφήspecification
προδιατρημένη ριπήpreboned hole
προεκβολήextrapolation
Προέλευσηorigin
προέντασηprestressing
Προενταση εκ των προτέρωνpretensioned
Προένταση εκ των υστέρωνpost-tension
προεντεταμένοςprestressed
Προκαλώ, επιβάλλω, πείθωinduce
Προκαταρτικό, προκριματικό, προπαρασκευαστικόpreliminary
Προκατασκευασμένοprecast
προκατασκευήprefabicated
Προοδευτική αστοχία, προοδευτική κατάρρευσηprogressive collapse
προσαρμογήadjustment
προσάρτημαappendage
προσβασιμότηταaccessibility
Προσδιορίζω, θέτω, εντοπίζωlocate
προσδιορισμική μεταβλητήdeterministic variable
προσεγγίσειςconsiderations
Προσέγγιση, πρόσβαση, προσεγγίζω, πλησιάζωapproach
Προσεγγιστικό, προσεγγίζω, πλησιάζωapproximate
πρόσημοsign
προσήνεμη επιφάνειαupwind face
προσήνεμοςwinward

Want to see more? Purchase TTMEM.com full membership