Source | Target | ποιότητα | quality |
Ποιοτικό | qualitative |
πολλαπλά επίπεδα | multilevel |
πολυαιθυλένιο | polyethylene |
πολυβινυλοχλωρίδιο, σε σκόνη | polyvinylochloride, powder |
πολυεστερική ρητίνη | polyester resin |
πολυκλινής στέγη | multipitch roof |
πολυκλινής στέγη, στέγη πολλαπλών ανοιγμάτων | multispan roof |
πολυκυκλική κόπωση | high cycle fatigue |
πολυμορφική κατανομή | multimodal distribution |
πολυόροφος | multi-storey |
Πολύπλοκο, μίγμα, σύνθετο, αναμιγνύω | compound |
Πολύπλοκο, σύνθετο, πολυμερές | complex |
πολυστερίνη | polystyrene |
πολυστερίνη ανεπτυγμένη με κενά αέρα | expanded polystyrene |
πολυστυρόλιο σε κόκκους | polystyrol granulated |
πολυφασική ροή | multi-phase flow |
πολυώροφη πλαισιωτή κατασκευή | multi-storey frame structure |
Ποροελαστικότητα | poro-elasticity |
Πόρος, πλουτοπαραγωγική πηγή | resource |
πορώδες | porosity |
Πορώδης, πορώδης υφή | porous |
ποσοστά απόσβεσης | damping ratios |
ποσοστημόριο της υπόψη ιδιότητας | practice in the distribution of the property |
ποσοστιμόριο | fractile |
ποσοστό ισορροπίας, ποσοστό υγρασίας | equilibrium moisture content |
ποσοτικοποίηση | quantification |
Ποσοτικοποιώ, ποσολογώ | quantify |
πραγματικά ρευστά | real fluids |
πραγματικός | actual |
πρόβλεψη | forecasting |
προβολή | projection |
Πρόβολος | cantilever |
πρόβολος, προεξοχή | projection |
προγραμματισμός | planning |
προδιαγραμμένα κριτήρια λειτουργίας | specified service criteria |
προδιαγραφή, τεχνική προδιαγραφή | specification |
προδιατρημένη ριπή | preboned hole |
προεκβολή | extrapolation |
Προέλευση | origin |
προένταση | prestressing |
Προενταση εκ των προτέρων | pretensioned |
Προένταση εκ των υστέρων | post-tension |
προεντεταμένος | prestressed |
Προκαλώ, επιβάλλω, πείθω | induce |
Προκαταρτικό, προκριματικό, προπαρασκευαστικό | preliminary |
Προκατασκευασμένο | precast |
προκατασκευή | prefabicated |
Προοδευτική αστοχία, προοδευτική κατάρρευση | progressive collapse |
προσαρμογή | adjustment |
προσάρτημα | appendage |
προσβασιμότητα | accessibility |
Προσδιορίζω, θέτω, εντοπίζω | locate |
προσδιορισμική μεταβλητή | deterministic variable |
προσεγγίσεις | considerations |
Προσέγγιση, πρόσβαση, προσεγγίζω, πλησιάζω | approach |
Προσεγγιστικό, προσεγγίζω, πλησιάζω | approximate |
πρόσημο | sign |
προσήνεμη επιφάνεια | upwind face |
προσήνεμος | winward |