Greek to English dictionary of civil engineering terms

Search term or phrase in this TERMinator '. "." . '

Purchase TTMEM.com full membership to search this dictionary
 
 
Share this dictionary/glossary:
 

 
database_of_translation_agencies
 

SourceTarget
(δυναμική) προσομοίωσηsimulation
(κύρια) Δοκός, τραβέρσαgirder
(τοπογραφική) Αποτύπωση, τοπογράφησηsurveying
αβεβαιότηταuncertainty
Αγκυρώνω, άγκυραanchor
Αγκύρωσηanchorage
αγροτικές εκτάσειςfarmland
αγωγόςconduit
αγωγός, διώρυγα, κανάλιchannel
Αγωγός, πόροςduct
αδιαβατική διαστολήadiabatic expansion
αδιαβατικόςadiabatic
αδιαβροχοποίησηwaterproofing
αδιαπέρατοςimpermeable
αδιάστατη παράμετροςdimensionless parameter
αδιάστατη συχνότηταnondimentional frequency
Αδιάστατοdimensionless
αδιάστατος αριθμόςdimensionless number
αδράνειαinertia
Αδράνεια, αμεταβλησίαinertia
αδρανειακή δύναμηinertial force
Αδρανές, συνολικό, συλλογικόaggregate
αέριοgas
αεριοστρόβιλοςgas turbine
αερισμόςventilation
Αεροδρόμιο, αερολιμέναςairport
Αεροδυναμικήaerodynamics
αεροδυναμική διέγερσηςaerodynamic exciting
αεροδυναμική σήραγγα, σήραγγα ανέμουwind tunnel
αεροδυναμική συνάρτησηaerodynamic admittance
αεροελαστική αστάθειαaeroelastic instability
αεροπερατότηταpermeability to the air
αεροστεγήςair tightness
αεροτομήairfoil
αίθουσες συναθροίσεωνcongregation areas
αιτιοκρατικό ομοίωμα, προσδιοριστικό ομοίωμαdeterministic model
Άκαμπτα άκραrigid off-sets
άκαμπτη κατασκευήrigid structure
άκαμπτο τοίχωμαstiff wall
Ακολουθία, σειρά, αλληλουχίαsequence
Ακραία (τιμή), αποκορύφωμα, κορυφή, αιχμήpeak (value)
Ακραία ίναextreme fiber
ακρίβειαaccuracy
ακροφύσιοflow nozzle
ακροφύσιο, ακροστόμιοnozzle
ακτίναradius
ακτίνα αδρανείαςradius of gyration
ακτινική ροήradial flow
ακτινική ταχύτηταradial velocity
ακτινικός, κατά μήκος ακτίναςradial
ακτινοβολούμενη θερμοκρασίαradiation temperature
Ακτινωτές δυνάμειςradial forces
Αλκαλικόalkaline
αλλαγή κατεύθυνσης του ανέμουdiversion of the wind
αλληλεπίδρασηinteraction
Αλληλεπίδραση, συνεργασίαinteraction
αλληλοτομίαintersection
Αλουμίνιοaluminium
Αμέλεια, παραμέληση, αμελώ, παραμελώ, παραλείπωneglect
αμετατόπιστο χιόνιundrifted snow

Want to see more? Purchase TTMEM.com full membership