English to Greek glossary of social security terms

Search term or phrase in this TERMinator '. "." . '

Purchase TTMEM.com full membership to search this dictionary
 
 
Share this dictionary/glossary:
 

 
database_of_translation_agencies
 

SourceTarget
acceptable, acceptedαποδεκτός
acquire (have children)αποκτήσετε
Actπράξη
activeενεργητικός, δραστήριος
administrationδιαχειριση
admitted (gain entry)μπαίνω, εισάγομαι, γίνομαι δεκτός
advance date ofεπισπεύδω
advantageπροσόν, συμφέρον, οφελός
affectεπηρεάζω
affected (in manner)επιτηδευμένος
affidavitένορκος κατάθεση
afford, provides, occaisionπαρέχω
afterαφου
agencyπρακτορείο, μεσιτεία, μεσολάβηση
agreementσυμφωνία
alienαλλοδαπός
allow (to let)αφήνω, επιτρέπω
allowanceεπίδομα
alreadyήδη, κιόλας
amount - quantityποσότητα
amount - sumποσό
anywayοπωσδήποτε
appeal (law), inclinationεφεσις
applicationαίτιση
approveεγκρίνω
archivesαρχείον
armed forcesένοπλοι δινάμεις
arrange, settleδιευθετω
arrivalάφιξη
ascend, climb, rise, amountανέρχομαι
assign (give)παραχυρω
assign (make over)εκχωρώ
asylumάσυλο
attributeαποδίδουν, προσόν
authorizedεξουσιοδοτώ, εξουσιοδοτημένη
availableδιαδέσιμος
averageμέσος
average - on the averageμέσος όρος, κατά μέσον όρον
aware, informed, bring up to dateενημερ/ος, ενημερωνω, (ενημερωτικού)
balance, compensate, offsetαντισταθμιζω
base, basis, foundationβάση, βασίζω
basedβασιζομαι
behalf, on behalf of, in the name ofυπέρ, έκ μερούς
belongανήκω
benefitεπίδομα
boundary limitορια
business (affair, matter)υποθεση
business (commercial,enterprise,particular)επιχείρηση
business (duty, work, concern)δουλείά
business daysεργάσιμες ημέρες
business manεπιχειρηματίας
business trade, be in tradeεμπόριο, εμπορεύομαι
busy, preoccupiedαποσχολημένος
calculateυπολογισθεί
care, relief, welfare workπεριθαλψης
careerκαρίερα, σταδιοδρομία
certain (unspecified)καποιος, μερικιοί, ορισμένοι-ους,ορισμένα
certificateπιστοποιητικόν, αποδεικτικόν
certifiedεπικυρωμένος
check (examine, check up on)ελέγχω

Want to see more? Purchase TTMEM.com full membership